προανακινεῖσθαι

προανακινεῖσθαι
προανακινέω
stir up before
pres inf mp (attic epic)
προανακῑνεῖσθαι , προανακινέω
stir up before
pres inf mp (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προανακινώ — έω, Α 1. διεγείρω προηγουμένως («ἤδη δὲ καὶ προανακινεῑσθαι τοῑς Νομαδικοῑς τοὺς πρὸς Ῥωμαίους ἀγώνας», Πλούτ.) 2. ερευνώ από πριν 3. κάνω εκ τών προτέρων κινήσεις χωρίς προειδοποίηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”